αρεσκεύομαι

αρεσκεύομαι
ἀρεσκεύομαι (Α) [άρεσκος]
προσπαθώ να γίνω αρεστός με κάθε τρόπο, γίνομαι δουλοπρεπής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀρεσκευομένων — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp fem gen pl ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκευομένη — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκευομένοις — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκευόμεναι — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκεύεσθαι — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκεύονται — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαρεσκευόμενον — ἐκ ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp masc acc sg ἐκ ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] …   Dictionary of Greek

  • αρέσκευμα — ἀρέσκευμα, το (Α) [αρεσκεύομαι] καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • εξαρεσκεύομαι — ἐξαρεσκεύομαι (Α) μού αρέσει κάτι, ευχαριστούμαι, αρέσκομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αρεσκεύομαι (< άρεσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”